Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγκελόπορτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καγκελόπορτα η [kangelóporta] Ο27α : σιδερένια ή ξύλινη καγκελωτή πόρτα κήπου.

[κάγκελ(ο) -ο- + πόρτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες