Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγκελωτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καγκελωτός -ή -ό [kangelotós] Ε1 : 1.που είναι κατασκευασμένος με κάγκελα: ~ φράχτης. 2. που είναι φραγμένος με κάγκελα· κιγκλιδωτός: Kαγκελωτό παράθυρο.

[ελνστ. καγκελ(λ)ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες