Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καγκελαρία η [kangelaría] Ο25 : 1.η επίσημη κατοικία του καγκελάριου. 2. το αξίωμα του καγκελάριου: Kατείχε την ~ για πολλά χρόνια.
[λόγ. καγκελάρ(ιος) -ία απόδ. γερμ. Kanzlei]
[Λεξικό Κριαρά]
- καγκελαρία η· καντζελαρία· καντζιλερία.
-
- 1) Γραφείο του καγκελάριου:
- αυθεντικήν καντζελαρίαν (Iερόθ. Aββ. 336).
- 2)
- α) Γραμματεία της διοίκησης:
- (Bαρούχ. 54510)·
- β) γραμματεία ξένης πρεσβείας:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 172).
- α) Γραμματεία της διοίκησης:
[<μεσν. λατ. cancellaria. O τ. καντζε‑ στο Somav. IΙ (λ. cancellaria). H λ. και σήμ.]
- 1) Γραφείο του καγκελάριου: