Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καγκελάριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καγκελάριος ο [kangelários] Ο20α : ο τίτλος του πρωθυπουργού στη Γερμανία και στην Aυστρία.

[λόγ. < μσν. καγκελάριος `ανώτερος υπάλληλος που κοινοποιούσε τις διαταγές από καγκελόφραχτη εξέδρα΄ < υστλατ. cancellarius σημδ. γερμ. Kanzler (στη νέα σημ.) < υστλατ. cancellarius (δες και κάγκελο)]

[Λεξικό Κριαρά]
καγκελάριος ο· καντζιλάριος.
  • Aνώτατος αξιωματούχος:
    • (Σκλάβ. 88).

[<υστλατ. cancellarius. H λ. τον 6. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες