Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβούρντισμα το [kavúrdizma] & καβούρδισμα το [kavúrδizma] Ο49 : η ενέργεια του καβουρντίζω: Mηχανή καβουρδίσματος του καφέ. Tο κρεμμύδι θέλει καλό ~, τσιγάρισμα.
[καβουρντισ- (καβουρντίζω), καβουρδισ- (καβουρδίζω) -μα]