Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβούρι το [kavúri] Ο44 : κάβουρας: Mαζεύαμε καβούρια στην άκρη της θάλασσας. ~ ψητό / σε κονσέρβα. Φάγαμε αστακό και καβούρια. ΦΡ έχει καβούρια η / στην τσέπη* του. καβούρια έχεις;, σε κπ. που δεν μπορεί να μείνει ήρεμος στη θέση του· ΣYN ΦΡ καρφιά έχει η καρέκλα σου;
καβουράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *καβούριν υποκορ. του κάβουρ(ος) (δες στο κάβουρας) -ι(ο)ν]
[Λεξικό Κριαρά]
- καβουρία η· καβουριά.
-
- Kαβουρίνα·
- (εδώ σε προσωποπ.):
- (Mπερτόλδος 45).
- (εδώ σε προσωποπ.):
[<ουσ. κάβουρας + κατάλ. ‑ία]
- Kαβουρίνα·