Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβουρντιστήρι το [kavurdistíri] & καβουρδιστήρι το [kavurδistíri] Ο44 στη σημ. 1 : 1.μηχανή για το καβούρντισμα του καφέ, κυρίως χειροκίνητη και για οικιακή χρήση. 2α. (οικ., πειραχτικά) για συσκευή παλαιάς τεχνολογίας που δε λειτουργεί καλά, π.χ. χειροκίνητο τηλέφωνο, ραδιόφωνο, ρολόι κτλ. β. (μτφ., λαϊκ.) συνεχής και δυσάρεστη ομιλία, κυρίως υποδείξεις ή παρατηρήσεις: Σταμάτα το ~.
[καβουρντισ- (καβουρντίζω), καβουρδισ- (καβουρδίζω) -τήρι]