Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβουρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καβουρία η· καβουριά.
  • Kαβουρίνα·
    • (εδώ σε προσωποπ.):
      • (Mπερτόλδος 45).

[<ουσ. κάβουρας + κατάλ. ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες