Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβγαδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβγαδίζω [kavγaδízo] Ρ2.1α : τσακώνομαι, φιλονικώ με κπ., κάνω καβγά: Kαβγάδισε με τον πατέρα του και έφυγε από το σπίτι. Aυτοί οι δύο συνεχώς καβγαδίζουν.

[καβγαδ- (καβγάς) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες