Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβατζάρω [kavadzáro] & καβαντζάρω [kavandzáro] Ρ6α : 1.(ναυτ.) παρακάμπτω ακρωτήριο, περνάω τον κάβο. || (λαϊκ.): ~ τη γωνιά του δρόμου. 2. (μτφ.) ξεπερνώ κάποιο οριακό σημείο, κυρίως για ηλικία που θεωρείται μεταβατική: Kαβατζάραμε τα σαράντα.
[ίσως βεν. *cavezar -ω]