Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβαλιέρος ο [kavaléros] Ο18α : κύριος που συνοδεύει κυρία ή δεσποινίδα σε χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση: Όλες οι κοπέλες τον θέλουν για καβαλιέρο. Στην πίστα χορεύουν οι καβαλιέροι με τις ντάμες τους. Tα βήματα του καβαλιέρου στο ταγκό.
[ιταλ. cavalier(e) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- καβαλιέρος ο· καβαλέρος· καβελιέρος.
-
- Iππέας, ιππέας ακόλουθος, ιππότης:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47110, 15111).
[<βεν. cavalier - παλαιότ. ιταλ. cavaliero. H λ. και σήμ.]
- Iππέας, ιππέας ακόλουθος, ιππότης:
[Λεξικό Κριαρά]
- καβαλιεροσύνη η.
-
- Ιπποτισμός:
- εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54911).
[<ουσ. καβαλιέρος + κατάλ. ‑σύνη]
- Ιπποτισμός: