Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καβαλαρία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβαλαρία η [kavalaría] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. ιππικό: Πεζούρα και ~. 2. (ως επίρρ.) καβάλα.

[βεν. cavalaria (διαφ. το μσν. καβαλλαρία `γυναίκα καβαλλάριου, ιππότη΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
καβαλαρία η· καβαλλαρία· καβαλλαριά.
  • 1) Iππικό:
    • ο γενεράλες έφερε πολλήν καβαλαρία (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1849).
  • 2) Kτηματική περιοχή που ανήκει σ’ έναν ιππότη:
    • να σου δίδουσιν προυκιά καβαλαρίες δέκα (Φαλιέρ., Λόγ. 290).

[<βεν. cavalaria. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καβαλαριά η,
βλ. καβαλαρέα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες