Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καβαλαρέα η· καβαλαριά· καβαλλαρία.
-
- Έφιππη:
- επήγεν … η ρήγαινα … καβαλλαρία (Bουστρ. 31613).
[θηλ. του ουσ. καβαλάρης. Ο τ. ‑ιά στο Somav.]
- Έφιππη:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[θηλ. του ουσ. καβαλάρης. Ο τ. ‑ιά στο Somav.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |