Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καβαλέτο το [kavaléto] Ο39 : 1.ξύλινη συνήθ. και πτυσσόμενη κατασκευή με τρία πόδια, επάνω στην οποία στηρίζεται κτ., κυρίως ένας ζωγραφικός πίνακας, όσο διάστημα τον δουλεύει ο καλλιτέχνης ή όταν εκτίθεται σε έκθεση ή σε ιδιωτικό χώρο. 2. ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή με τέσσερα στηρίγματα, τοποθετημένα ανά δύο: ~ ξυλουργού.
[βεν. cavaletto]