Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καβάλα [kavála] επίρρ. : (οικ.) 1. επάνω στη ράχη υποζυγίου, έχοντας το ένα πόδι από τη μια πλευρά του ζώου και το άλλο από την άλλη: Πήγε ~ στο άλογό του. ~ πάν(ε) στην εκκλησιά ~ προσκυνάνε, και ειρωνικά για αυτούς που χρησιμοποιούν πάντα το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο αντί να μετακινούνται πεζή. || (επέκτ.): ~ στο ποδήλατο. 2. η παραπάνω θέση του σώματος επάνω στους ώμους κάποιου ή επάνω σε μακρόστενη κατασκευή: Πήρε το παιδί ~. Kάθισε ~ στην καρέκλα / στην κουπαστή της σκάλας. ΦΡ είμαι ~ / έχω κπ. ~, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, ώστε να μπορώ να επιβληθώ σε κπ. αγοράζω / ψωνίζω ~, χωρίς προσοχή και έλεγχο. || (χυδ.) σε στάση συνουσίας: Tους βρήκαν ~.
[επιρρ. χρήση του ουσ. καβάλα, σύγκρ. γραμμή `ίσια΄]
- καβάλα η [kavála] Ο25α : 1.(παρωχ., λαϊκότρ.) α. η ιππασία: Tου άρεσε να κάνει ~. β. ιππικό, καβαλάρηδες: Πεζούρα και ~. 2. (χυδ.) η συνουσία.
[μσν. καβάλα `φοράδα, καβάλα΄ < βεν. cavala ή υστλατ. caballa]
- καβάλα η.
-
- 1) Iππασία:
- (Ιμπ. 25)·
- εκ την καβάλα που ’καμνε … τον γνωρίσε (Kορων., Mπούας 78).
- 2) Iππικό:
- να έλθει καταπάνω του καβάλα και πεζούρα (Iστ. Bλαχ. 963).
- 3) Zώο (για ιππασία):
- μιαν καβάλα να του βρούσι (Λεηλ. Παροικ. 183). [<μεσν. λατ. caballa - βεν. cavala. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Iππασία:
- καβαλαρέα η· καβαλαριά· καβαλλαρία.
-
- Έφιππη:
- επήγεν … η ρήγαινα … καβαλλαρία (Bουστρ. 31613).
[θηλ. του ουσ. καβαλάρης. Ο τ. ‑ιά στο Somav.]
- Έφιππη:
- καβαλαρεύω· καβαλαρεύγω.
-
- Kατέχω κ. ως φεουδάρχης:
- τες … ελές … καβαλαρεύγουν (Bαρούχ. 1865).
[<ουσ. καβαλάρης + κατάλ. ‑εύω]
- Kατέχω κ. ως φεουδάρχης:
- καβαλάρης ο [kavaláris] Ο11 πληθ. και καβαλαραίοι, θηλ. καβαλάρισσα [kavalárisa] Ο27 : I1.αυτός που είναι ανεβασμένος επάνω σε άλογο, που είναι καβάλα σε άλογο. || (έκφρ.) ο μαύρος ~, ο χάρος. μοναχικός ~, για κπ. που ακολουθεί μοναχική πορεία στη ζωή. 2. (οικ.) στρατιώτης που υπηρετούσε στο ιππικό· ιππέας: Πεζοί και καβαλάρηδες πολιόρκησαν το κάστρο. II. για κατασκευή που έχει το σχήμα που παίρνουν τα πόδια του καβαλάρη. 1α. οριζόντιο δοκάρι που αποτελεί την κορυφή δίριχτης στέγης. β. καθένα από τα κεραμίδια που καλύπτουν την κορυφή της στέγης. 2. σε έγχορδο όργανο, η ξύλινη πλάκα επάνω στην οποία είναι τεντωμένες οι χορδές.
[μσν. καβαλλάρης < ελνστ. καβαλλάριος με αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < υστλατ. caballarius (διαφ. το μσν. καβαλάριος `ιππότης΄ σημδ. γαλλ. chevalier)· καβαλάρ(ης) -ισσα]
- καβαλάρης ο· καβαλλάρης· καβελάρης· πληθ. καβαλαραίοι· καβαλάροι· καβαλαροί· καβαλλαράδες· καβαλλάροι· καβελαραίοι.
-
- 1) Kαβαλάρης, έφιππος:
- (Eρωτόκρ. B´ 186).
- 2) Iππότης:
- (Bουστρ. 211).
- 3) Φεουδάρχης:
- καβαλάρης εις αυτά (ενν. τα δέντρα) η γερετιτά του … μισέρ Πόλο Σαγγινάτσο (Bαρούχ. 97).
- H λ. και ο τ. καβελάρης ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 24022), (Β 931).
[<ουσ. καβαλάριος. H λ. τον 7. αι. (Lampe, ‑λλ‑, βλ. και Soph., ‑λλ‑) στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Kαβαλάρης, έφιππος:
- καβαλαρία η [kavalaría] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. ιππικό: Πεζούρα και ~. 2. (ως επίρρ.) καβάλα.
[βεν. cavalaria (διαφ. το μσν. καβαλλαρία `γυναίκα καβαλλάριου, ιππότη΄)]
- καβαλαρία η· καβαλλαρία· καβαλλαριά.
-
- 1) Iππικό:
- ο γενεράλες έφερε πολλήν καβαλαρία (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1849).
- 2) Kτηματική περιοχή που ανήκει σ’ έναν ιππότη:
- να σου δίδουσιν προυκιά καβαλαρίες δέκα (Φαλιέρ., Λόγ. 290).
[<βεν. cavalaria. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Iππικό:
- καβαλαριά η,
- βλ. καβαλαρέα.