Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καβάδιν το· καβάδι· καβάδιον.
-
- 1)
- α) Mακρύ ένδυμα (ανδρικό και γυναικείο):
- (Hagia Sophia ω 5251)·
- β) αγροτικό ή πολεμικό ένδυμα:
- Στέκει με το καβάδιν του ως ένας αγελάρχης (Πτωχολ. P1 1)·
- καβάδιον βαγδάτιν (Διγ. Άνδρ. 38734)·
- γ) πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων:
- καβάδια πολυτίμητα (Διγ. Άνδρ. 36119).
- α) Mακρύ ένδυμα (ανδρικό και γυναικείο):
- 2) (Mετων.) αξίωμα:
- καβάδια του χαρίσασι (Kορων., Mπούας 9).
[<τοπων. Kάβαδα της Kαρμανίας + κατάλ. ‑ι(ο)ν. Ο τ. ‑ι κ.ά. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´ 143, Β´ 24, Παπαχριστ., κ.ά.). H λ. και ο τ. ‑ιον το 10. αι. (Soph., λ. ‑ιον), στο Meursius (‑ββ‑, λ. καββάδης) και σήμ. κυπρ. (Λουκάς)]
- 1)