Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καίτοι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καίτοι [kéti] σύνδ. αντιθ. : (λόγ.) εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις· αν και, μολονότι: Δεν ήρθε στη συνεδρίαση, ~ ειδοποιήθηκε εγκαίρως. ~ ξέρει καλά γερμανικά, δεν μπορεί να μιλήσει άνετα. Δεν είναι ικανοποιητική η επίδοσή του στα μαθηματικά, ~ είναι πολύ έξυπνος.

[λόγ. < αρχ. καίτοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες