Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καίτοι [kéti] σύνδ. αντιθ. : (λόγ.) εισάγει δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις· αν και, μολονότι: Δεν ήρθε στη συνεδρίαση, ~ ειδοποιήθηκε εγκαίρως. ~ ξέρει καλά γερμανικά, δεν μπορεί να μιλήσει άνετα. Δεν είναι ικανοποιητική η επίδοσή του στα μαθηματικά, ~ είναι πολύ έξυπνος.
[λόγ. < αρχ. καίτοι]