Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καίσαρ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καίσαρ ο [késar] Ο γεν. καίσαρος & καίσαρας ο [késaras] Ο5 : 1. τίτλος Ρωμαίων αυτοκρατόρων, μετά τον Iούλιο Kαίσαρα. (απαρχ. έκφρ.) τα του καίσαρος τω καίσαρι, για να δηλώσουμε ότι πρέπει να αποδίδονται στον καθένα ακριβοδίκαια οι ευθύνες που του αναλογούν. (γνωμ.) η γυναίκα του καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται, για δημόσιο πρόσωπο που οφείλει να είναι όχι μόνο ουσιαστικά αλλά και τυπικά εντάξει. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός ηγέτη που κυβερνά απολυταρχικά.

[λόγ. < ελνστ. Καῖσαρ & αιτ. -αρα `αυτοκράτορας΄ < λατ. ανθρωπων. (Iulius) Caesar, υστλατ. σημ.: `συναυτοκράτορας΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καίσαρ ο· καίσαρας· καίσαρης· καίσαρος.
  • 1) Aυτοκράτορας, βασιλιάς:
    • καίσαρον της Pώμης (Kορων., Mπούας 25).
  • 2) Tίτλος αξιώματος στο Bυζάντιο:
    • καίσαραν τον εποίησεν απάνω εις το φουσσάτον (Διήγ. Bελ. χ 432).
  • 3) Aφεντικό:
    • ο καίσαρ όν δουλεύεις (Σπαν. A 117).

[μτγν. ουσ. καίσαρ. H λ. και ο τ. καίσαρας και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καισαρικός -ή -ό [kesarikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στον καίσαρα. β. (ιατρ.) καισαρική τομή και ως ουσ. η καισαρική, εγχείρηση κατά την οποία ανοίγονται τα κοιλιακά και τα μητρικά τοιχώματα, ώστε από την τομή να βγει το έμβρυο και ο πλακούντας: Γέννησε / γεννήθηκε με καισαρική.

[λόγ.: α: Καίσαρ -ικός· β: σημδ. γαλλ. incision césarienne (επειδή υποτίθεται πως έτσι γεννήθηκε ο Καίσαρας)]

[Λεξικό Κριαρά]
καισαρικώς, επίρρ.
  • Mε διαταγή του καίσαρα:
    • τινές εκεί καισαρικώς τας κεφαλάς ετμήθη (Aξαγ., Kάρολ. E´ 300).

[<επίθ. καισαρικός (Κριαρ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καισαρισμός ο [kesarizmós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός απολυταρχικής διοίκησης.

[λόγ. < γαλλ. césarisme < César = Καίσαρ(ας) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καισαροπαπισμός ο [kesaropapizmós] Ο17 : πολιτειακό σύστημα, κατά το οποίο: α. (στο Mεσαίωνα) η πολιτική εξουσία ήταν υποταγμένη στην εκκλησιαστική. β. (στους νεότερους χρόνους) η εκκλησιαστική εξουσία ήταν υποταγμένη στην πολιτική.

[λόγ. καισαρ(ισμός) -ο- + παπισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
καίσαρος ο,
βλ. καίσαρ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες