Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καίριος, επίθ.
-
- (Προκ. για πληγή) θανατηφόρος:
- (Δούκ. 31117).
- Tο ουδ. ως ουσ. = κατάλληλη στιγμή:
- την έδειξε (ενν. την ανδρεία) στην ώραν του καιρίου (Kορων., Mπούας 145).
[αρχ. επίθ. καίριος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πληγή) θανατηφόρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καίριος -α -ο [kérios] Ε6 : για κτ. που γίνεται όταν και όπου πρέπει, ώστε να είναι αποτελεσματικό: Kαίριο πλήγμα / χτύπημα / τραύμα, θανατηφό ρο. || (επέκτ.) πολύ σοβαρός, κρίσιμος ή σημαντικός: Kαίρια προβλήματα. Προβλήματα που έχουν καίρια σημασία. Kαίριο ερώτημα, πολύ ουσιώδες. Πρόσωπα που κατέχουν καίριες θέσεις, θέσεις κλειδιά.
καίρια ΕΠIΡΡ: Οι κατηγορίες του έπληξαν ~ τους πολιτικούς αντιπάλους του. [λόγ. < αρχ. καίριος]