Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καΐσι το [kaísi] Ο44 & καϊσί το [kaisí] Ο43 : ποικιλία βερίκοκου με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το γλυκό κουκούτσι και το σχετικά μεγάλο μέγεθος· ο καρπός της καϊσιάς.
[καϊσί: τουρκ. kaysι· καΐσι: < καϊσ(ιά) -ι (αναδρ. σχημ.) με μετακ. τόνου κατά το σχ.: απιδιά - απίδι, κερασιά - κεράσι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καϊσιά η [kaisxá] Ο24 : ποικιλία βερικοκιάς καρπός της οποίας είναι το καΐσι.
[καϊσ(ί) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καίσιο το [késio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα των αλκαλίων, έχει αργυρόλευκο χρώμα και είναι το μαλακότερο από τα μέταλλα: Ραδιενεργό ~.
[λόγ. < νλατ. c(a)es(ium) -ιον < λατ. caesius `μπλε΄]