Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καΐλα η [kaíla] Ο25α : (οικ.) 1. καούρα. 2. στις εκφράσεις έχω μεγάλη ~ για κτ., έχω μεγάλη επιθυμία για κτ. έχω μια ~!, ειρωνικά, για να δηλώσουμε ότι κτ. μας αφήνει τελείως αδιάφορους· ΣYN έκφρ. σκασίλα μου!
[καη- (καίω) -ίλα με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. φων.]