Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καΐκι το [kaíki] Ο44 : γενική ονομασία μικρών ταχύπλοων και ευέλικτων ιστιοφόρων.
καϊκάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. καΐκι < τουρκ. kayιk -ι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε δύο φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καΐκι(ν) το· καγίκιν.
-
- (Ναυτ.) μικρό καράβι με πανιά, καΐκι:
- (Προσκυν. α´ 12726).
[<τουρκ. kayιk. H λ. (‑ι) στο Du Cange (‑η) και σήμ.]
- (Ναυτ.) μικρό καράβι με πανιά, καΐκι: