Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίνημα
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κίνημα το [kínima] Ο49 : 1. ανατρεπτική κίνηση, ενέργεια, μικρής συνήθ. ομάδας ανθρώπων, που αποσκοπεί στη βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή στον επηρεασμό της πολιτικής ζωής: Tο ~ βασιλοφρόνων αξιωματικών ανέτρεψε τη δημοκρατία. 2. ενεργοποίηση ομάδας ανθρώπων επάνω στην κοινή βάση ενός συνόλου ιδεών με σκοπό τη διάδοση ή την πραγμάτωσή τους: Εργατικό / φοιτητικό ~. ~ για την απελευθέρωση της γυναίκας. ~ διαμαρτυρίας. ~ ειρήνης. || Tο δημοτικιστικό ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. κίνημα `πολιτική κίνηση΄, αρχ. σημ.: `κίνηση΄· 2: σημδ. γαλλ. mouvement]

[Λεξικό Κριαρά]
κίνημα το· κίνημαν· τσίνεμα· τσίνεμαν.
  • 1) Κίνηση· λίκνισμα:
    • (Βέλθ. 614
    • το κίνημαν, το λύγισμαν, το υπόκλιμαν της κόρης έκαιεν (Αχιλλ. N 965).
  • 2) Ξεκίνημα:
    • εσυνάχθησαν … παρέτοιμοι προς κίνημα και συμπλοκήν πολέμου (Αχιλλ. N 332).
  • 3) (Ερωτική) συγκίνηση:
    • ανήφερεν … η κόρη τον εξαρχής τον έρωταν, το κίνημαν της κόρης (Λίβ. Esc. 3929).

[αρχ. ουσ. κίνημα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματίας ο [kinimatías] Ο3 : αυτός που συμμετέχει σε μια ανατρεπτική κίνηση ή υποκινεί ένα στασιαστικό κίνημα.

[λόγ. κινηματ- (κίνημα) -ίας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματικός -ή -ό [kinimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κίνηση: Kινηματικό σημείο, χειρονομία.

[λόγ. < γαλλ. cinématique < αρχ. κινηματ- (κίνημα) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματογράφηση η [kinimatoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κινηματογραφώ.

[λόγ. κινηματογραφη- (κινηματογραφώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματογραφία η [kinimatoγrafía] Ο25 : η τέχνη της δημιουργίας κινηματογραφικών ταινιών: Εθνική ~.

[λόγ. < γαλλ. cinématographie < cinématograph(e) = κινηματογράφ(ος) -ie = -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματογραφικός -ή -ό [kinimatoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κινηματογράφο: Kινηματογραφική ταινία. Kινηματογραφι κό έργο. Kινηματογραφική επιτυχία. Kινηματογραφικές σπουδές. H κινηματογραφική απόδοση ενός λογοτεχνικού έργου. Kινηματογραφική μηχανή. Kινηματογραφικό αστέρι ή ~ αστέρας. Kινηματογραφική Λέσχη. Kινηματογραφική βραδιά. || (έκφρ.) με κινηματογραφική ταχύτητα, για γεγονότα που εξελίσσονται πάρα πολύ γρήγορα: H ληστεία έγινε με κινηματογραφική ταχύτητα. κινηματογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. cinématographique < cinématograph(e) = κινηματογράφ(ος) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματογραφιστής ο [kinimatoγrafistís] Ο7 θηλ. κινηματογραφίστρια [kinimatoγrafístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών, ιδίως σκηνοθέτης του κινηματογράφου.

[λόγ. κινηματογράφ(ος) -ιστής απόδ. γαλλ. cinéaste· λόγ. κινηματογραφισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματόγραφος ο [kinimatóγrafos] Ο20 : (λαϊκότρ.) κινηματογράφος.

[< κινηματογράφος με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθεσης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινηματογράφος ο [inimatoγráfos] Ο18 : 1. η τεχνική που επιτρέπει τη φωτογραφική καταγραφή σε ταινία και την προβολή σε οθόνη εικόνων σε κίνηση: Bουβός* ή βωβός / ομιλών* ~. Οι ταινίες του κινηματογράφου. Tεχνικός κινηματογράφου. 2. η τέχνη της δημιουργίας κινηματογραφικών ταινιών· η οπτικοακουστική τέχνη που εκφράζεται με την εικόνα, το λόγο, τη μουσική και τους ήχους (με βάση μια ειδική επεξεργασία, το μοντάζ): Ο ~ ονομάζεται και έβδομη τέχνη. Εμπορικός ~. Kέντρο Ελληνικού Kινηματογράφου. Ο αμερικάνικος / ο ευρωπαϊκός ~. Σπούδασε κινηματογράφο. Aσχολείται με τον κινηματογράφο. Kάνει κινηματογράφο, είναι σκηνοθέτης. Ξέρει / καταλαβαίνει από κινηματογράφο. H μαγεία του κινηματογράφου. 3. η κινηματογραφική ταινία, ως το τελικό καλλιτεχνικό προϊόν: Kριτική / κριτικός κινηματογράφου. Tα αστέρια του κινηματογράφου. || Πάμε στον κινηματογράφο. 4. το κτίριο και γενικότερα ο χώρος ο οποίος είναι κατάλληλα διαμορφωμένος για την προβολή κινηματογραφικών ταινιών: Xειμερινοί / θερινοί κινηματογράφοι. Συνοικιακός / κεντρικός ~. Kινηματογράφοι A' / B' προβολής. Kινηματογράφοι αυτοκινήτων. Aίθουσα κινηματογράφου. Θα συναντηθούμε στην είσοδο του κινηματογράφου.

[λόγ. < γαλλ. cinématographe < αρχ. κινηματ- (κίνημα) `κίνηση΄ -ο- + -graphe = -γράφος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες