Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κήρυκας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κήρυκας ο [kírikas] Ο5 : 1α. αυτός που αναγγέλλει κτ. μεγαλόφωνα. β. ο αγγελιαφόρος. || ~ του Λόγου του Θεού, ιεροκήρυκας. 2. αυτός που επιδιώκει τη διάδοση ορισμένων ιδεολογικών ή κοσμοθεωρητικών απόψεων: ~ του σοσιαλισμού / της αθεΐας / της ελευθερίας. Διαπρύσιος* ~.

[λόγ.: 1: αρχ. κῆρυξ, αιτ. -υκα· 2: σημδ. γαλλ. héraut]

[Λεξικό Κριαρά]
κήρυκας ο.
  • Eκείνος που διδάσκει δημόσια:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 305v).

[αρχ. ουσ. κήρυξ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες