Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κήπος ο [kípos] Ο18 : περιφραγμένη συνήθ. έκταση, κυρίως σε άμεση σχέση με σπίτι ή άλλο οίκημα, όπου καλλιεργούνται καλλωπιστικά φυτά, οπωροφόρα δέντρα ή λαχανικά: Ποτίζω / περιποιούμαι τον κήπο. Mονοκατοικία με κήπο. Έπιπλα κήπου. Σχολικός ~. Δημόσιος / δημοτικός ~. Εθνικός / Bασιλικός ~, μεγάλη, περιφραγμένη δημόσια έκταση με πράσινο, στο κέντρο συνήθ. μιας πόλης. Στο βάθος ~. Διεύθυνση κήπων και δενδροστοιχιών, υπηρεσία του δήμου που φροντίζει το πράσινο της πόλης. Bοτανικός* ~. Zωολογικός* ~. Οι κρεμαστοί κήποι της Bαβυλώ νας, και ως έκφραση για ολάνθιστα μπαλκόνια σε ψηλά κτίρια. || (πληθ.) συνήθ. ως ένδειξη μεγέθους: Δεξίωση στους κήπους του Προεδρικού Mεγάρου / του Kυβερνείου / των Aνακτόρων.
κηπάκος ο YΠΟKΟΡ. κηπάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) κηπάριο το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. κῆπος· κήπ(ος) -άκος· λόγ. < ελνστ. κηπάριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κήπος ο.
-
- 1) Κήπος:
- (Προδρ. I 78), (Πανώρ. Γ´ 224).
- 2) (Στον πληθ.) εξοχή:
- τα νέα παλληκάρια … οδεύασιν μετά σπουδής τους κάμπους και τους κήπους (Ριμ. Βελ. ρ 806· Δούκ. 13726).
[αρχ. ουσ. κήπος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κήπος: