Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κήλη η [kíli] Ο30α : (ιατρ.) διόγκωση που σχηματίζεται, όταν ένα όργανο ή μέρος ενός οργάνου μετακινηθεί, μέσο ενός στομίου φυσιολογικού ή παθολογικού, έξω από την κοιλότητα μέσα στην οποία κανονικά βρίσκε ται. || ονομασία που δίνεται κυρίως σε εντερικές κήλες.
[λόγ. < αρχ. κήλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- κήλη η.
-
- Κήλη:
- (Προδρ. I 18).
[αρχ. ουσ. κήλη. Η λ. και σήμ.]
- Κήλη: