Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέφι το [kéfi] Ο44 : 1. καλή ή χαρούμενη διάθεση: Δεν έχω ~ σήμερα. Είχε ένα διαβολεμένο ~. Άναψε το ~. Δε χάνει ποτέ το ~ του. (έκφρ.) κάνω / έρχομαι / είμαι στο ~· (πρβ. τσακίρ ~). ΦΡ τον / το κάνω ~, μου αρέσει πολύ. 2. διάθεση, όρεξη για κτ.: Δεν είχε ~ ούτε καλημέρα να πει. Aυτό που θα σου πω θα σου φτιάξει το ~. Πώς πάνε τα κέφια; Δεν έχω ~ για δουλειά σήμερα. Άρχισε τη δουλειά με τόσο ~! Aνάλογα με το ~ / με τα κέφια μου. Kατά το ~ / τα κέφια μου. (έκφρ.) κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει: Δε μου κάνει ~ να πάω στον κινηματογράφο. κάνω το ~ μου, κάνω αυτό που μου αρέσει χωρίς να λογαριάζω κανέναν, χωρίς να υπολογίζω τίποτε: Έκανε καλά καλά το ~ του και μετά την παράτησε, σύναψε δεσμό μαζί της και μετά
Kάνε το ~ σου!
[τουρκ. keyif (από τα αραβ.), διαλεκτ. kef -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεφίλης ο· κιφίλης.
-
- Εγγυητής:
- να σμίγεται … με γιαρένηδες, … και να τους γίνεται και κιφίλης (Συναδ. φ. 75r).
[<τουρκ. kefil. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Κουκκίδης)]
- Εγγυητής:
[Λεξικό Κριαρά]
- κεφιλίκι το.
-
- Εγγύηση:
- όταν πιάσουν τινάν να πληρώσει … κεφιλίκι (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126· Συναδ. φ. 47r).
[<τουρκ. kefilik]
- Εγγύηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεφίρ το [kefír] Ο (άκλ.) : δροσιστικό ποτό από ξινόγαλα.
[λόγ. < γαλλ. kéfir (< ρωσ. < γλ. του Καυκάσου)]