Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κέρινος, επίθ.,
- βλ. κήρινος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέρινος -η -ο [kérinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κερί: Mουσείο κέρινων ομοιωμάτων. 2. (μτφ.) που έχει το χρώμα του φυσικού κεριού. α. ως αρνητικός χαρακτηρισμός, που είναι χλωμός από αρρώστια ή φόβο: Tο πρόσωπό του ήταν κέρινο, όπως του νεκρού. β. ως θετικός χαρακτηρισμός, που έχει απαλό ωχρόλευκο χρώμα: Kέρινο πρόσωπο. Kέρινα δάχτυλα.
[λόγ. < αρχ. κήρινος ( [ir > er] κατά το κερί)]