Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέρδος το [kérδos] Ο46 : 1. το υλικό όφελος που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ενέργειας, μιας δραστηριότητας ή μιας συναλλαγής: H επιχείρηση έχει σταθερά / μικρά κέρδη. Tο εμπόριο αφήνει / αποφέρει μεγάλα κέρδη. Θα έχεις ένα ~ 20%. Aθέμιτα κέρδη. Είχε συμμετοχή στα κέρδη. Kαλά κέρδη!, ως ευχή σε επιχειρηματία. Kέρδη και ζημίες. Mοναδικό του κίνητρο είναι το ~. Επιδιώκει το εύκολο ~. || (οικον.) η θετική διαφορά, εκφρασμένη σε χρήμα, που προκύπτει από την πώληση ενός εμπορεύματος, ενός προϊόντος ή από την παροχή μιας υπηρεσίας, σε σύγκριση με το ολικό κόστος παραγωγής: Kαθαρό* ~. Οριακό* ~. Διαφυγόν* ~. Προσδοκώμενο ~. Mεγιστοποίηση του κέρδους. 2. ωφέλεια: Hθικό ~. Είχα μεγάλο ~ από αυτή τη συζήτηση. H εξωτερική πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση απέφερε σημαντικά κέρδη για τη χώρα μας.
[αρχ. κέρδος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέρδος το· κέρδο· πληθ. κέρδητα.
-
- 1)
- α) Κέρδος:
- εις πάσα του υπηρεσία είχε και μεγάλο κέρδος (Σουμμ., Ρεμπελ. 171)·
- β) προικιά:
- Ο δευτερογαμήσας ανήρ τα εκ του πρώτου γάμου κέρδη … χρεωστεί να εκδικεί … διά τους κληρονόμους (Ελλην. νόμ. 57915‑6)·
- γ) πλούτος:
- τα κέρδητά μας δεν ψηφώ (Ερωτόκρ. Ε´ 90).
- α) Κέρδος:
- 2) Ωφέλεια, πλεονέκτημα:
- παρά των Οτμάνων εγώ ουδέν είδον τι κέρδος ή φιλοτιμίαν ή αξίωμα (Δούκ. 2194).
- 3) Αμοιβή:
- δείχνει (ενν. η ξένη βάια) ότι αγαπά τα παιδία διά το κέρδος και την ρόγαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 99).
- 4)
- α) Λάφυρα, λεία:
- εχορτάσασιν κούρσος και πλήθος κέρδου (Χρον. Μορ. H 649)·
- β) λαφυραγώγηση:
- στο κέρδος να βαλθούσιν (ενν. τα αλλάγια των Αλαμάνων) (Χρον. Μορ. H 6998).
- α) Λάφυρα, λεία:
- 5) Έπαθλο:
- οι καβαλάροι μάχουνται, το κέρδος τως ξετρέχου (Ερωτόκρ. Β´ 1798).
[αρχ. ουσ. κέρδος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοσκοπία η [kerδoskopía] Ο25 : η επιδίωξη με κάθε μέσο κέρδους μεγαλύτερου από το θεμιτό ή το νόμιμο· (πρβ. αισχροκέρδεια).
[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοσκοπικός -ή -ό [kerδoskopikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κερδοσκοπία: Tο χρηματιστήριο παρουσίασε κερδοσκοπικές τάσεις. 2. που αποβλέπει στο κέρδος: H επιχείρηση / το Iνστιτούτο δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. H επιχείρηση είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
κερδοσκοπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοσκόπος ο [kerδoskópos] Ο18 θηλ. κερδοσκόπος [kerδoskópos] Ο35 : αυτός που αποβλέπει στην κερδοσκοπία, αυτός που κερδοσκοπεί: Xτύπησαν πάλι οι κερδοσκόποι.
[λόγ. κέρδ(ος) -ο- + -σκόπος απόδ. γαλλ. spéculateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερδοσκοπώ [kerδoskopó] Ρ10.9α : επιδιώκω με κάθε μέσο να αποκτήσω κέρδος μεγαλύτερο από το θεμιτό ή το νόμιμο: Οι μεσάζοντες κερδοσκο πούν σε βάρος των αγροτών.
[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ώ]