Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέρβερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέρβερος ο [kérveros] Ο20 : σε μετωνυμία, για άγρυπνο και αυστηρό φρουρό ή επιτηρητή (από τον Kέρβερο, τον τρομερό φύλακα των πυλών του Άδη): Στάθηκε σαν ~ από πάνω μου. ~ είναι η μάνα του.

[λόγ. < αρχ. Κέρβερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες