Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέρατο το [kérato] Ο41 : 1. καθεμία από τις δύο σκληρές εκφύσεις στο επάνω μέρος του κεφαλιού πολλών οπληφόρων θηλαστικών: Tα κέρατα του ταύρου / της κατσίκας / του ελαφιού. Tα στριφτά κέρατα του κριαριού. ΦΡ πιάνω τον ταύρο* από τα κέρατα. τα κέρατά (μου)
, πάρα πο λύ, σε υπερβολική ποσότητα: Έφαγε τα κέρατά του. Πλήρωσε τα κέρατά του. (έκφρ.) κέρατα έχει αυτός και τα κατάφερε;, τι παραπάνω διαθέτει αυτός; στο ~ του βοδιού να κρυφτείς θα σε βρω! είναι διάβολος με κέρα τα, αληθινός διάβολος, δηλαδή πολύ έξυπνος, πολύ ικανός. || παρόμοιας μορφής έκφυση σε ορισμένα πουλιά, σε έντομα, ερπετά κτλ.: Tα κέρατα του σαλιγκαριού. 2. (μτφ., υβρ.) για τη συζυγική απιστία: Tο ~ πάει σύννεφο*. ΦΡ βάζω / φορώ τα κέρατα σε κπ., τον κερατώνω. (γαμώ) το κέρατό μου / σου / του!, ως βρισιά. 3. (μτφ.) δύστροπος, πεισματάρης άνθρωπος: Είναι ένα ~ αυτός! και επιτατικά στη ΦΡ ~ βερνικωμένο*.
κερατάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κέρατον < αρχ. κέρας μεταπλ. με βάση τον πληθ. κέρατα]
- κερατο- 1 [
erato] & κερατό- [ erató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ., συνήθ. ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού: ~επιπεφυκίτιδα, κερατόκωνος, ~σκοπία. 2. στην κεράτινη στιβάδα της επιδερμίδας: ~γόνος· ~δερμία. [λόγ.: 1: νλατ. kerato- < ελνστ. κερατο(ειδής) ως α' συνθ.: κερατ-ίτιδα < γαλλ. kératite· 2: νλατ. kerato- < αρχ. κερατο- (δες στο κέρατο): κερατ-ίνη < γαλλ. kératine]
- κερατο- 2 & (λόγ.) κερασ- [
eras] : (λόγ., επιστ.) το ουσ. κέρατο ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~φάγος, ~φόρος. || κερασφόρος. [λόγ. < αρχ. κερατο- θ. του ουσ. κέρας (δες στο κέρατο) ως α' συνθ.: αρχ. κερατο-φόρος· λόγ. < αρχ. κερασ- θ. του ουσ. κέρας: αρχ. κερασ-φόρος]
- κερατοβούκινον το.
-
- Βούκινο κατασκευασμένο από κέρατο:
- το κέρας μου μεγάλην χρείαν κάμνει· ποιούν κερατοβούκινα (Διήγ. παιδ. 606).
[<ουσ. κέρατον + βούκινον]
- Βούκινο κατασκευασμένο από κέρατο:
- κερατοειδής -ής -ές [keratoiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ χιτώνας και ως ουσ. ο κερατοειδής, ο εξωτερικός διαφανής χιτώνας που περιβάλλει το βολβό του ματιού.
[λόγ. < ελνστ. κερατοειδής]
- κέρατον το· κέρατο.
-
- Κέρατο:
- κέρατον αίγας (Σταφ., Ιατροσ. 6152· Πανώρ. Δ´ 22).
- Φρ.
- 1) Κάμνω κέρατα του ανδρός μου = απατώ τον άντρα μου:
- (Δεφ., Λόγ. 674).
- 2) (Ξε)φυτρώνουν κέρατα στην αυλή μου = απατώμαι από τη γυναίκα μου:
- (Πτωχολ. P 248), (Σαχλ., Αφήγ. 780).
[<ουσ. κέρας. Ο τ. στο Meursius και σήμ. Η λ. τον 6.-7. αι. (Lampe)]
- Κέρατο:
- κερατόπουλον το.
-
- Μικρό κέρατο:
- εις την κεφαλήν του κερατόπουλα χρυσά (Διήγ. Αλ. V 26).
[<ουσ. κέρατον + κατάλ. ‑πουλον. Η λ. στο Βλάχ.]
- Μικρό κέρατο:
- κερατούκλης ο [keratúklis] Ο11 : (προφ.) πειραχτικά, για ζωηρό και σκανδαλιάρικο παιδί.
[κέρατ(ο) -ούκλης (αρσ. του -ούκλ(α) -ης)]
- κερατούλης ο.
-
- Ο απατημένος σύζυγος·
- (εδώ ως βρισιά και με σκωπτικό χαρακτήρα):
- μην του κάμνει ατυχιά και να τον λέει κυρούλη κι άλλοι από την γειτονιά να τον λέσι κερατούλη (Δεφ., Λόγ. 436).
- (εδώ ως βρισιά και με σκωπτικό χαρακτήρα):
[<ουσ. κερατάς + κατάλ. ‑ούλης]
- Ο απατημένος σύζυγος·