Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέρας το [kéras] Ο51 : (λόγ.) 1. το κέρατο, στη ΦΡ το ~ της Aμαλθείας*. 2. για διάφορα αντικείμενα που μοιάζουν με κέρατο. α. ακουστικό ~, παλαιός τύπος ακουστικού βαρηκοΐας. β. (μουσ.) πνευστό μουσικό όργανο· το κόρνο. || (παρωχ.): Kυνηγετικό ~.
[λόγ. < αρχ. κέρας]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέρας το.
-
- 1) Παράταξη· το σύνολο, το γένος:
- ύψωσον, μακρόθυμε, χριστιανών το κέρας (Ιστ. Βλαχ. 2567).
- 2) Εξουσία:
- το κέρας βασιλείας των Ρωμαίων (Λέοντ., Αίν. I 128).
[αρχ. ουσ. κέρας. Η λ. και σήμ.]
- 1) Παράταξη· το σύνολο, το γένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερασένιος -α -ο [kerasé
os] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από ξύλο κερασιάς. 2. που μοιάζει στο χρώμα με κεράσι: Kερασένια χείλη. [κεράσ(ι) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεράσι το [kerási] Ο44 : ο καρπός της κερασιάς· μικρό σφαιρικό σαρκώδες φρούτο με λεία, γυαλιστερή, κόκκινη φλούδα και σάρκα τραγανή, γλυκιά και αρωματική, που ωριμάζει την άνοιξη: Mαρμελάδα ~. Xείλη σαν ~, κόκκινα και σαρκώδη. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, να είσαι επιφυλακτικός στα μεγάλα λόγια, στις μεγάλες υποσχέσεις.
κερασάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κεράσι. ΦΡ το ~ της τούρτας / της υπόθεσης, για κτ. περιττό, που θα μπορούσε να λείπει. 2. γλυκό του κουταλιού από κεράσια. [μσν. κεράσι(ν) < ελνστ. κεράσιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κεράσι(ν) το.
-
- Ο καρπός της κερασιάς:
- (Προδρ. II 65-2 χφ H κριτ. υπ).
[μτγν. ουσ. κεράσιον. Η λ. (‑ι) και σήμ.]
- Ο καρπός της κερασιάς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κερασιά η [keras
á] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο με λευκά άνθη, καρπός του οποίου είναι το κεράσι: Kάτω από τις ανθισμένες κερασιές. || το ξύλο της κερασιάς: Tραπεζάκι από ~. [μσν. *κερασιά (πρβ. μσν. κερασά) < ελνστ. κερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κέρασος ὁ (ανατολ. προέλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κερασιά η· κερασά.
-
- Το οπωροφόρο δέντρο κερασιά:
- (Ιερακοσ. 3372).
[μτγν. ουσ. κερασία. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Το οπωροφόρο δέντρο κερασιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- Κεράσιος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. κεράσι(ν):
- (Πωρικ. I 7).
- Προσωποπ. του ουσ. κεράσι(ν):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέρασμα το [kérazma] Ο49 : 1α. προσφορά ποτού ή γλυκίσματος από τον οικοδεσπότη στον επισκέπτη. β. πληρωμή του λογαριασμού ενός φίλου ή όλης της συντροφιάς σε εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, μπαρ κτλ.: Mόλις πληρώθηκε άρχισε τα κεράσματα. Δε δέχομαι να πληρώσεις· είναι ~. 2. καθένα από τα μικρά γλυκά που προσφέρονται ως κέρασμα και που τρώγονται συνήθ. με το χέρι.
[αρχ. κέρασμα `ανάμειξη κρασιού με νερό΄ κατά την αλλ. της σημ. του κερνώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέρασος ο.
-
- Κερασιά:
- Φλοιόν κεράσου (Ιερακοσ. 3391).
[μτγν. ουσ. κέρασος (Steph.) – αρχ. ός]
- Κερασιά: