Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κένωση η [kénosi] Ο33 : (λόγ.) 1. άδειασμα. 2. (ιατρ.) αποβολή των περιττωμάτων από τον εντερικό σωλήνα: Διαρροϊκές κενώσεις.
[λόγ. < αρχ. κένω(σις) -ση]