Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέντρον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κέντρον το· κεντρόν· πληθ. κέντρη.
  • 1) Κεντρί:
    • σκορπίε, φθόνε δολερέ, … πλήρη να ’ναι τα κέντρα σου, γεμάτα το φαρμάκιν (Γεωργηλ., Βελ. Λ 495).
  • 2) Μεταφ.
    • α) ενόχληση, πείραγμα:
      • απ’ εμού κακώσεως … κέντρον έχεις (Βέλθ. 53
    • β) παρόρμηση, παρακίνηση:
      • κέντρον του πόθου και της επιθυμίας εις την καρδίαν μου εφυτεύθη εις το να έλθω το γοργότερον (Βελλερ., Επιστ. 624).
  • 3) Αγκάθι:
    • Ο βάτος με τα κέντρα του στα πόδια την κτυπάει (Αιτωλ., Μύθ. 85).
  • 4) Κέντρο, επίκεντρο:
    • Ω Πόλις, Πόλις, κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών (Δούκ. 38511).

[αρχ. ουσ. κέντρον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες