Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέντημα 1 το [kéndima] Ο49 : 1. η ενέργεια του κεντώ 1: Ξέρει καλό ~. Mαθαίνει ~. 2α. διακοσμητικό σχέδιο επάνω σε ύφασμα, που γίνεται με βελόνα και κλωστή: ~ στο χέρι / της μηχανής. Tελάρο κεντήματος. Xρυσοποίκιλτα κεντήματα. (έκφρ.) ~ της χειρός. || κεντημένο εργόχειρο: Πήρε και το ~ μαζί της. Έχει ωραία κεντήματα στην προίκα της. β. (μτφ.) για εξαιρετικά επιδέξια και επιμελημένη λεπτοδουλειά.
[κεντη- (κεντώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέντημα 2 το : (παρωχ.) το τσίμπημα: ~ με τη βουκέντρα.
[ελνστ. κέντημα `τσίμπημα΄, αρχ. σημ.: `πληγή΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κεντηματιά η [kendimat
á] Ο24 : η βελονιά του κεντήματος. [κεντηματ- (κέντημα) 1 -ιά]