Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κέλυφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κέλυφος το [kélifos] Ο47 : 1. το εξωτερικό περίβλημα του αυγού (το τσόφλι) ή των οστράκων. 2. (τεχν.) οποιαδήποτε σταθερή κατασκευή η οποία περιβάλλει προστατευτικά ένα μηχανισμό. || τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή με ιδιαίτερη εφαρμογή στις κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος και χάλυβα.

[λόγ. < αρχ. κέλυφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες