Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέλευσμα το [kélevzma] Ο49 : (λόγ.) το κάλεσμα ή η προσταγή: Yπακούει στα κελεύσματα της πατρίδας / των προστατών του.
[λόγ. < αρχ. κέλευσμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέλευσμα το· κέλεσμα.
-
- Προσταγή, θέλημα:
- είς άνθρωπος … διά κελέσματος του Κυρίου … αστενεί (Ασσίζ. 38226).
[αρχ. ουσ. κέλευσμα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Προσταγή, θέλημα: