Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέικ το [kéik] & (σπάν.) κεκ το [kék] Ο (άκλ.) : είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο και αυγά, ψήνεται στο φούρνο και παίρνει το σχήμα του δοχείου μέσα στο οποίο ψήνεται: ~ με σταφίδες / με σοκολάτα.
κεκάκι το YΠΟKΟΡ καθώς και για ατομικό κέικ. [κεκ: λόγ. < γαλλ. cake < αγγλ. cake· κέικ: λόγ. νέος δανεισμός < αγγλ. cake]