Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κέδρος ο [kéδros] Ο18 & κέδρο το [kéδro] Ο39 : είδος κωνοφόρου δέντρου, με μεγάλο κορμό και ογκώδη ακανόνιστα απλωτά κλαδιά· είναι δέντρο ψηλό, αειθαλές και εντυπωσιακό με εξαιρετικής ποιότητας, ελαφρύ, μαλακό, αρωματικό ξύλο που δε σαπίζει: Οι κέδροι του Λιβάνου.
[ελνστ. κέδρος ὁ < αρχ. κέδρος ἡ· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κέδρος ο — η· κένδρος ο.
-
- Κέδρος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1165)·
- αετός εκάθετον σ’ εκείνον γαρ τον κένδρον (Αλεξ. 2652).
- H λ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2091).
[αρχ. ουσ. κέδρος η. Ο τ. στο Du Cange· πβ. τ. ‑ντρος (ο) στο Meursius, στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Χελδράιχ-Μηλιαράκης 1925: 132). Η λ. στο αρσ. μτγν. και σήμ.]
- Κέδρος: