Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάψα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
κάψα η.
  • 1) Μεγάλη ζέστη, καύσωνας:
    • στην κάψα κι εις το χιόνι (Πανώρ. Δ´ 30
    • από την κάψαν την πολλήν περίσσα διψασμένοι (Διακρούσ. 10626).
  • 2) Πυρετός:
    • ο άρρωστος αυτός είχε μεγάλην κάψαν (Αιτωλ., Μύθ. 306).
  • 3)
    • α) Έξαψη, ζωηρός πόθος:
      • στην κάψαν του ερώτου (Θησ. Πρόλ. [95]
    • β) στενοχώρια, δύσκολη περίσταση:
      • Άφες την την κακότυχον, μηδέν της δίδεις κάψαν (Σαχλ. N 353).

[<αόρ. του καίω + κατάλ. α. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάψα 1 η [kápsa] Ο25 : 1. (προφ.) υπερβολική ζέστη, καύσωνας: Mέσα στην ~ του καλοκαιριού. 2. (μτφ., λαϊκ.) (συνήθ. πληθ.) έντονη ερωτική επιθυμία.

[μσν. κάψα < καψ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάψα 2 η : 1α. (βοτ.) είδος καρπού με ξηρό και διαρρηκτό περικάρπιο, που περικλείει πολλά σπέρματα. β. (ανατ.) ονομασία που δίνεται σε διάφορα περιβλήματα οργάνων του σώματος: Nεφρική ~. ~ αμυγδαλής. 2. (τεχν.) εξάρτημα του μικροφώνου.

[1α: μσν. κάψα < λατ. capsa· β: λόγ. σημδ. γαλλ. capsule]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψάλα η [kapsála] Ο25α : καμμένο μέρος.

[καψ- (καίω) -άλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψαλίζω [kapsalízo] -ομαι Ρ2.1 : καίω κτ. με τη φλόγα της φωτιάς, επιφανειακά ή απλώς στις άκρες· τσουρουφλίζω: ~ το κοτόπουλο, για να το απαλλάξω από υπολείμματα φτερών ή από μικρές τρίχες. H φλόγα μού καψάλισε το μουστάκι / τα μαλλιά. Θάμνοι καψαλισμένοι από την πυρκαγιά.

[καψάλ(α) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καψάλισμα το [kapsálizma] Ο49 : η ενέργεια του καψαλίζω.

[καψαλισ- (καψαλίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες