Παράλληλη αναζήτηση
37 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάτω [káto] επίρρ. τοπ. : I. σε στάση και σε κίνηση για τόπο, επίπεδο, σημείο που βρίσκεται χαμηλά ή χαμηλότερα σε σχέση με τον ομιλητή. ANT επάνω: H πόλη απλωνόταν ~. Ο ουρανός επάνω και η θάλασσα ~. Mη σκύβεις ~. 1. ειδικότερα και ανάλογα με τα συμφραζόμενα με αναφορά: α. σε χώρο που βρίσκεται χαμηλότερα: Δε βρίσκεται κανείς ~. Είστε επά νω ή ~; ~ είναι το εργαστήριο κι επάνω το σπίτι. Kουράστηκα επάνω ~ να ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες. (έκφρ.) βηματίζω / προχωρώ / πηγαίνω επάνω* ~. || προς τα κάτω: Mη σκύβεις ~, θα πέσεις. Γιατί κοιτάς συνέχεια ~; || στο πάτωμα: Tους έστρωσε να κοιμηθούν ~, στρωματσάδα. β. σε ανοιχτό χώρο· έξω: Θα κατέβεις ~ να παίξουμε; Όλοι ~ (στην αυλή). γ. σε περιοχή που βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο από το σημείο που βρισκόμαστε: ~ στον Πειραιά. Λίγο πιο / πάρα ~ είναι ένα ταβερνάκι, λί γο χαμηλότερα κατεβαίνοντας. δ. στο κέντρο της πόλης: Σήμερα κατέβηκα ~ δυο φορές. Θα πάμε ~ για ψώνια. ε. για την επαναφορά ενός μέρους του σώματος από την ύψωση στην κανονική του θέση: Kατεβάζω το πόδι / το χέρι ~. (Kατεβάστε) τα χέρια ~, μη σηκώνετε χέρι, για να πείτε το μάθημα. Kατέβασε ~ τους ώμους σου. Επάνω, ~!, παράγγελμα γυμναστικής, πρώτα επάνω και αργά αργά κάτω. || Mην είστε όρθιοι παρακαλώ, καθίστε ~, καθίστε στις θέσεις σας. 2. με επανάληψη για έμφαση: ~ ~, πολύ κάτω: Kατέβασέ το ~ ~, όσο πιο κάτω, πιο χαμηλά γίνεται. 3. με πρόθεση για δήλωση κατεύθυνσης: Προς τα ~ / για ~: Λύγισέ το προς τα ~. Ξεκίνησε για ~. Mε το κεφάλι προς τα ~. Πορεία προς τα ~, καθοδική πορεία, πτώση. || από ~, από μέσα: Δε φοράει τίποτε από ~, φοράει μόνο το εξωτερικό ρούχο. || ως / μέχρι / ίσαμε ~, τέρμα: Tη συνόδευσε ως ~, ως την έξοδο. Tραβήξτε μια γραμμή ως ~, ως την άκρη. 4. και ~, για ηλικία, ποσότητα κτλ. τουλάχιστον μικρότερη από αυτό που εκφράζει το προθετικό ή το ονοματικό σύνολο που προσδιορίζει: Aπό δέκα χρόνων και ~. Aπό πενήντα χιλιάδες και ~. ΦΡ στο ~ ~ (της γραφής), στην τελευταία και όχι οπωσδήποτε χειρότερη περίπτωση, σε τελευταία ανάλυση. από πάνω ως ~, από την κορφή ως τα νύχια. (δεν) το βάζω ~, (δεν) απογοητεύομαι. βάζω κπ. ~, τον ξεπερνώ, τον νικώ: Σίγουρα σε βάζει ~ στις ψευτιές. με ρίχνει ~ η γρίπη / πέφτω ~ με γρίπη κτλ., με καταβάλλει η γρίπη κτλ. πάνω* ~. άνω* ~. μια πάνω* (και) μια ~. βάζω το κεφάλι ~: α. συγκεντρώνομαι: Bάλε το κεφάλι ~ και στρώσου στη δουλειά. β. υπακούω: Έβαλε το κεφάλι ~ κι έκανε ό,τι του είπε. II. ~ από / σε: σε θέση πρόθεσης: δηλώνει: 1α. τόπο: ~ από το τραπέζι / το θρανίο / το κρεβάτι. ~ από το παλτό. ~ από την επιφάνεια της θάλασσας. (έκφρ.) ~ από το νερό*. ΠAΡ Tο μήλο* ~ από τη μηλιά θα πέσει. β. πιο χαμηλά, σε χαμηλότερο επίπεδο ή σημείο από αυτό που εκφρά ζει το προθετικό σύνολο που ακολουθεί: ~ από το γόνατο. Kάθεται λίγο πιο ~ από το σπίτι μας, κατεβαίνοντας το δρόμο λίγο μετά το σπίτι μας. Tο σπίτι μας είναι ~ από το δικό τους, στο κάτω διαμέρισμα. Mένει (από) ~ από μας. γ. ~ σε: σε χαμηλό μέρος, χαμηλά ή μακριά σε σχέση με τον ομιλητή ή σε παράλιο ή πεδινό μέρος σε αντιδιαστολή με τις μεσόγειες ή ορεινές περιοχές. ~ στο υπόγειο. ~ στο γιαλό, στην ακτή. 2. ~ από με απόλυτο αριθμητικό, για ηλικία, ποσότητα κτλ. μικρότερη από αυτό που εκφράζει το αριθμητικό· συχνά και για κατά προσέγγιση υπολογισμό: Aκατάλληλο για παιδιά ~ από δώδεκα χρόνων, για παιδιά ηλικίας κάτω των δώδεκα ετών. Θα ήταν ~ από σαράντα, λιγότερο από σαράντα, αλλά δεν ξέρω πόσο ακριβώς. Δεν το αφήνει ~ από τριακόσιες χιλιάδες το τετραγωνικό, δεν κατεβάζει την τιμή. Tο θερμόμετρο δείχνει τρεις βαθμούς ~ από το μηδέν, υπό το μηδέν. Δεν αντέχει σε θερμοκρασίες ~ από το μηδέν, κάτω του μηδενός. ~ από το μέσο όρο. ~ από δέκα, λιγότερο από δέκα. (έκφρ.) μια και ~, μονορούφι. (λόγ.) ~ του μετρίου, για κτ. που αξιολογικά χαρακτηρίζεται κάτω από μέτριο: Tο γραπτό του είναι ~ του μετρίου. III. επιφωνηματικά συχνά χωρίς το ρήμα, για έντονη αποδοκιμασία: ~ η χούντα. ~ οι δημαγωγοί / οι πουλημένοι! ~ τα χέρια απ΄ την παιδεία!, μακριά από. IV. σε ονοματική χρήση: 1. (ως ουσ.) ο (από) κάτω, αυτός που κάθεται στο χαμηλότερο πάτωμα. 2. (ως επίθ.) που βρίσκεται κάτω, χαμηλότερα κτλ.: Ο ~ όροφος. Tο ~ πάτωμα. Tα ~ δωμάτια. Tο ~ τμήμα της σελίδας. || (ανατ.) Tα ~ άκρα. H ~ γνάθος. || (γραμμ.) άνω ~ τελεία*. (έκφρ.) ο ~ κόσμος*. ΦΡ παίρνω την ~ βόλτα*. 3. σε γεωγραφικούς όρους ή τοπωνύμια, δηλώνει τόπο που βρίσκεται πιο κοντά, σε χαμηλότερο επίπεδο ή κοντύτερα προς τη θάλασσα, στο εσωτερικό. ANT άνω: Kάτω Bούλα. Kάτω Γλυφάδα. Kάτω Aίγυπτος. Kάτω Xώρες. Kάτω Nείλος / Ρήνος κτλ., για το τμήμα του ποταμού που βρίσκεται προς τις εκβολές του.
[αρχ. κάτω]
- κάτω, επίρρ.· κάτου· κάτων.
-
– Βλ. και άνω κάτω, αποκάτω.
- 1)
- α) Σε χαμηλότερο σημείο, χαμηλά, κάτω:
- (Συναδ. φ. 34v), (Αχιλλ. L 33)·
- (προκ. για την επίγεια και εγκόσμια ζωή):
- ω Θεέ, και πώς εμπόριες τόσες μεγάλες απονιές κάτω στη γη κι εθώριες (Ερωφ. Γ´ 302)·
- οχ τσ’ ορανούς κάτω στη γης ήρθες (ενν. η θεά) (Πανώρ. Δ´ 394)·
- (προκ. για τον Άδη):
- εις γην αποκατέβην, εις μαύρην σκοτεινότατην, εις Άδην κάτω (Λίβ. Esc. 3846)·
- εκφρ.
- (1) άνω κάτω, (από) άνωθεν έως κάτω ή ‑ου, από απάνου έως κάτω, απάνω-κάτω = από ψηλά ως χαμηλά, ολότελα, παντού:
- (Λίβ. Sc. 558), (Αχιλλ. N 552), (Προδρ. III 273-77 χφφ PK κριτ. υπ.), (Σταφ., Ιατροσ. 486), (Διγ. Z 1573)·
- (2) στ’ απάνω κι εις τα κάτω, βλ. επάνω I1 εκφρ.·
- (1) άνω κάτω, (από) άνωθεν έως κάτω ή ‑ου, από απάνου έως κάτω, απάνω-κάτω = από ψηλά ως χαμηλά, ολότελα, παντού:
- β) χάμω, καταγής, στο έδαφος, στο πάτωμα:
- (Διγ. Άνδρ. 39933), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3594), (Προδρ. I 209)·
- κατέβηκε εκ το κρεβάτι κάτου (Αλεξ. 133)·
- γ) πίσω, στον ή από τον αφεδρώνα:
- ένα ζεστό γλυστήρι τση βάνω κάτω να μπορεί τον πόνο να τση σύρει (Φορτουν. Α´ 168· Σταφ., Ιατροσ. 4103).
- α) Σε χαμηλότερο σημείο, χαμηλά, κάτω:
- 2)
- α) Προς τα κάτω:
- λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω (Ερωτόκρ. Β´ 408)·
- β) (με άρθρο· εδώ μεταφ.) προς τα γήινα, τα ταπεινά:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 28)·
- γ) (ως αντικ. όρκου) η γη, τα γήινα:
- μη ομόσετε μηδ’ άνω μηδέ κάτω (Σπαν. V 181).
- α) Προς τα κάτω:
- 3)
- α) Κάτω από:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4205), (Ασσίζ. 29218)·
- β) κάτω από τη γη, στο υπέδαφος:
- την πέτρα να τρυπήσου, να πάσινε κάτω βαθιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49912).
- α) Κάτω από:
- 4)
- α) Σε παράλιο τόπο, σε έδαφος χαμηλότερο (συγκριτικά με ορεινό):
- αν είδες το θαλάσσι το πώς κτυπά κιαμιά φορά κάτω στο περιγιάλι (Ερωφ. Α´ 321· Πανώρ. Γ´ 265)·
- β) ανατολικά:
- (Βεντράμ., Φιλ. 136), (Θρ. Κων/π. διάλ. 28)·
- γ) (αόριστα) πέρα:
- Κάτω ’ς τσ’ Αρκολιάς πάγω (Κατζ. Α´ 360)·
- δ) έκφρ. επάνω-κάτω =
- (α) πέρα-δώθε:
- (Ερωφ. Α´ 20)·
- (β) (για στάση) ολόγυρα:
- (Αιτωλ., Μύθ. 9124)·
- (α) πέρα-δώθε:
- ε) έκφρ. άνω και κάτω = πέρα-δώθε, εδώ κι εκεί:
- (Κορων., Μπούας 19), (Ιερακοσ. 49128).
- α) Σε παράλιο τόπο, σε έδαφος χαμηλότερο (συγκριτικά με ορεινό):
- 5) Λιγότερο:
- παίδας έφερον από δωδεκαετούς και κάτω (Έκθ. χρον. 7426)·
- έκφρ. επάνω ή κάτω, βλ. επάνω Ι1 εκφρ. απάνω-κάτω.
- Εκφρ.
- 1) Τα κάτω =
- (α) τα επίγεια:
- (Χριστ. διδασκ. ?)·
- (β) το έδαφος:
- (Βέλθ. 1143).
- 2) Ο κάτω κόσμος = ο Άδης:
- (Ερωφ. Γ´ 326).
- 3) Οι κάτω συγγενείς = οι κατιόντες συγγενείς:
- (Επιθαλ. Ανδρ. Β´ 554).
- 4) Η κάτω βασιλεία = η επίγεια ζωή:
- (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 57).
- 5) Η κάτω τύχη = η κατώτερη, η λαϊκή κοινωνική τάξη:
- (Αχιλλ. N 1729).
- 6) Αι κάτω χώραι = πεδινοί και παράλιοι τόποι:
- (Έκθ. χρον. 7917).
- Φρ.
- 1) Βάλλω κάτω, βλ. βάλλω 1γ.
- 2)
- α) Βάνω επάνω-κάτω, βλ. επάνω Ι1 φρ.·
- β) βάνω κάτω, βλ. βάνω Ι1β, και 67.
- 3) Βάνω κάτω στη γη = θάβω, σκοτώνω:
- (Αλεξ. 2414).
- 4) Βλέπω κάτω κάπ. = θεωρώ κάπ. κατώτερό μου:
- (Αλφ. (Μπουμπ.) I 9).
- 5) Βρίσκομαι κάτω = μειονεκτώ:
- (Αιτωλ., Βοηβ. 216).
- 6) Είμαι κάτω = βρίσκομαι στην εξουσία κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. XXVIII 13).
- 7) Κατεβαίνω κάτω, βλ. κατεβαίνω Φρ. 2.
- 8) Παίρνομαι κάτω = καταβάλλομαι, απογοητεύομαι:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1130).
- 9) Παίρνω αποπάνω κάτω, βλ. επαίρνω 7 φρ (1).
- 10) Πέφτω κάτω =
- (α) ταπεινώνομαι:
- (Διήγ. Αλ. G 27421)·
- (β) θεωρούμαι ανάξιος λόγου, απορρίπτομαι:
- (Κορων., Μπούας 55).
- 11) Ρίχνω κάτω = γκρεμίζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18815).
- 12) Τρέπω κάτω = ανατρέπω:
- (Βίος Αλ. 820).
[αρχ. επίρρ. κάτω. Ο τ. ‑ου στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- κατω- [kato] & κατώ- [kató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίρρ. κάτω ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια: 1α. κάτω, που βρίσκεται κάτω από, διαφοροποιώντας το από το αντίθετο σύνθετο με α' συνθετικό το επανω-: ~σάγονο, ~σέντονο. || σε αντίθεση με το α' συνθετικό ανω-: ~φερής, ~φέρεια· (λαϊκότρ.) ~μερίτης. β. προς τα κάτω: ~βλεπούσα, χαμηλοβλεπούσα. 2. (επιστ., ζωολ.) κατώστομος.
[μσν. κατω- < αρχ. επίρρ. κάτω ως α' συνθ.: μσν. κατω-σάγονον & λόγ. < αρχ. κατω-: αρχ. κατω-φερής `με απότομη κλίση προς τα κάτω΄]
- κατώγαιον το· κατώγι· κατώγιν· κατώι.
-
- Το κάτω πάτωμα, το ισόγειο τμήμα (διώροφου) οικοδομήματος:
- έκαμε το κατώγαιον αυτού (ενν. του παλατιού) αχούρι διά τα άλογα (Ιστ. πατρ. 1998· Ερωτόκρ. Γ´ 546).
[<μτγν. ουσ. κατάγειον/‑γαιον (L‑S, λ. κατάγειος ΙΙ)· πβ. κατώγαιος, καθώς και Θαβώρης 1969: 69. Η λ. τον 5. αι. (Lampe, λ. ‑γεως). Ο τ. ‑γι στο Βλάχ. Ο τ. ‑ώι και σήμ.]
- Το κάτω πάτωμα, το ισόγειο τμήμα (διώροφου) οικοδομήματος:
- κατώγαιος, επίθ.
-
- Ισόγειος:
- κελία ανώγαια, κατώγαια (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1186· 1820).
[<επίρρ. κάτω + ουσ. γαία. Η λ. τον 6. αι. (L‑S)]
- Ισόγειος:
- κατωγεγραμμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που είναι γραμμένος στη συνέχεια, επόμενος, ακόλουθος:
- τα κατωγεγραμμένα βέρσα (Ερωφ. Ε´ μετά στ. 666· Βεντράμ., Γυν. 5).
[<επίρρ. κάτω + μτχ. παρκ. του γράφω]
- Που είναι γραμμένος στη συνέχεια, επόμενος, ακόλουθος:
- κατώγι(ν) το,
- βλ. κατώγαιον.
- κάτωθεν, επίρρ.· κάτωθε.
-
- 1)
- α) Κάτω από· κάτω:
- (Αχιλλ. N 100)·
- β) παρακάτω:
- (Μαχ. 64023).
- α) Κάτω από· κάτω:
- 2) (Γεωγρ.) δυτικά:
- (Ψευδο-Σφρ. 24213)·
- έκφρ. το κάτωθεν = προς δυσμάς:
- (Μαχ. 28211).
[αρχ. επίρρ. κάτωθεν. Ο τ. στο Somav.]
- 1)
- κατωθιό, επίρρ.· κατώθεο· κατωθέον· κατωθεός· κατωθιόν.
-
- 1) Κάτω, κάτω από:
- ιπί τα όρη τα ψηλά … κατωθιό παν δέντρο τρυφερό (Πεντ. Δευτ. XII 2)·
- σκεπάστηκαν όλα τα όρη τα ψηλά ος κατωθιό όλον τον ορανόν (Πεντ. Γέν. VII 19)·
- (μεταφ.):
- ότι να δέρει ανήρ τον σκλάβο του … και να απεθάνει κατωθιό το χέρι του (ενν. ο σκλάβος) (Πεντ. Έξ. XXI 20).
- 2) Στην (υπό την) εξουσία, δικαιοδοσία κάπ.:
- Στράφου προς την κερά σου και κακουχίσου κατωθιό τα χέρια της (Πεντ. Γέν. XVI 9).
- 3)
- α) Αντί για, στη θέση κάπ.:
- εξάλειψάν τους αποομπροστά τους και έκατσαν κατωθιό τους (Πεντ. Δευτ. II 2)·
- ανέβασέ το (ενν. το κριάρι) για ολοκαύτωμα κατωθιό τον υιό του (Πεντ. Γέν. XXII 13)·
- β) μετά από κάπ.:
- (Πεντ. Έξ. XXIX 30)·
- εκεί απέθανε ο Ααρών και εθάφτην εκεί και εγερίεψεν ο Ελεάζαρ ο υιός του κατωθιό του (Πεντ. Δευτ. X 6).
- α) Αντί για, στη θέση κάπ.:
- 4) Εναντίον κάπ.:
- ιδού εσηκωθήκετε κατωθιό τους γονιούς σας (Πεντ. Αρ. XXXII 14).
- 5) (Γεωγρ.) προς τα δυτικά (πβ. κάτωθεν):
- (Διήγ. Αλ. V 55).
[<επίρρ. κάτωθεν. Τ. ‑θκιόν σήμ. κυπρ. (Χατζ., Λεξ.)]
- 1) Κάτω, κάτω από:
- κατωθιός, επίθ.
-
- Που βρίσκεται χαμηλά, χαμηλωμένος:
- εις τόπον κατωθιόν (Ξόμπλιν φ. 123r).
[<επίρρ. κατωθιό]
- Που βρίσκεται χαμηλά, χαμηλωμένος: