Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάτουρο το [káturo] Ο41 : ούρο.
[μσν. κάτουρον < κατουρ(ώ) -ον (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάτουρο(ν) το.
-
- Ούρα:
- (Αλεξ. 2048), (Διήγ. Αλ. G 289).
[<κατουρώ + κατάλ. ‑ο(ν). Η λ. (‑ον) στο Du Cange και σήμ. (‑ο)]
- Ούρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατουροκάνατον το.
-
- Ουροδοχείο:
- (Mπερτόλδος 82).
[<ουσ. κάτουρο(ν) + κανάτι]
- Ουροδοχείο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατουροπεριδρομίασις η.
-
- Υπερβολική ούρηση:
- ανουρά σου, κατουρά σου, κατουροπεριδρομίασις (Σπανός B 194).
[λ. πλαστή <ουσ. κάτουρο(ν) + περιδρομίασις]
- Υπερβολική ούρηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατουροποδιά η· κατουρλοποδία· κατουροποδέα.
-
- (Σκωπτ.) αυτή που έχει κατουρημένη, βρόμικη ποδιά:
- ανούρα, κατούρα, κατουροποδιά (Σπανός B 64).
[<κατουρώ + ποδιά]
- (Σκωπτ.) αυτή που έχει κατουρημένη, βρόμικη ποδιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατουροϋάλιν το.
-
- Ουροδοχείο:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 120).
[<ουσ. κάτουρο(ν) + υάλιον. Τ. ‑γιάλι στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ουροδοχείο: