Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτου
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κάτου, επίρρ.,
βλ. κάτω.
[Λεξικό Κριαρά]
κατούδιν το.
  • Μικρή γάτα, γατάκι:
    • (Προδρ. III 264).

[<ουσ. κάτης ή κάτος + κατάλ. ούδιν. Τ. –ιον τον 8.-9. αι. (Lampe). Η λ. στο Du Cange (λ. κάτος) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γαττούδι)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατουμύζω.
  • 1)
    • α) Κλίνω το κεφάλι προς τα κάτω, κατανεύω:
      • (Αχέλ. 1405
    • β) κατεβάζω το κεφάλι (από εξάντληση):
      • σηκώνεται και γνέφει τους και πάλιν κατουμύζει (Ιμπ. (Legr.) 815).
  • 2) Κάνω μετάνοιες:
    • (Απόκοπ. 193).

[<καταμύω + κατάλ. ζω, με πιθ. επίδρ. του κάτω. Κατά Αλεξίου 1981: Ι 177, IV2 η λ. σχετ. με το αρχ. επίθ. κάτωμος και ρ. κατωμίζω. Η λ. στο Βλάχ. (ίζω) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατούνα η· κατόνα.
  • 1) Ενδιαίτημα:
    • επήγεν εις το σπίτιν του οπού είχεν την κατούναν (Ιμπ. 442
    • της ηδονής κατούνα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1344).
  • 2)
    • α) Δωμάτιο, (και προκ. για παλάτι) διαμέρισμα:
      • (Βέλθ. 1012), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1262
    • β) σκηνή:
      • (Χρον. Μορ. H 7101
    • γ) παράγκα:
      • (Βαρούχ. 30816).
  • 3) Οικισμός, κώμη:
    • χωρία και κατούνες (Χρον. Τόκκων 2380).
  • 4) Στρατόπεδο:
    • ήλθαν εις την κατούναν, το λεγόμενον σιέζιν (Μαχ. 48816).
  • 5)
    • α) Εξοπλισμός:
      • την κατούνα του δουκός …, άρματα και λογάρι, … εδώκασιν του πρίγκιπος (Χρον. Μορ. H 7103
    • β) εφόδια:
      • επήραμεν κατούνας, σκεύη και πράγματα πολλά προς την αποδημίαν (Καλλίμ. 2511
    • γ) αποσκευές:
      • η πραγματεία χάθηκε και όλη η κατούνα (Αιτωλ., Μύθ. 4810
    • δ) οικοσκευή:
      • (Συναδ. φ. 132r).
  • Φρ.
  • 1) Βάζω ή θέτω ή πιάνω κατούνα = στρατοπεδεύω:
    • (Μαχ. 52417), (Βέλθ. 692), (Χρον. Μορ. H 4674).
  • 2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού):
    • (Χρον. Μορ. H 5146).

[αβέβ. ετυμ.· πβ. ρουμ. cătun, αρομ. cătùnă, κ.ά. Η λ. τον 11. αι. (Μηνάς 1994: 279), στο Meursius (αι) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κατούνεμα το.
  • Καταυλισμός, σκηνή:
    • (Λίβ. Sc. 46).

[<κατουνεύω + κατάλ. μα. Η λ. στο Du Cange (λ. κατούνα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατουνεύω.
  • Α´ (Μτβ.) παραχωρώ σε κάπ. κατάλυμα:
    • έστησαν την τέντα του κι εκατουνέψανέ τον (Χρον. Μορ. H 5050).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Κατασκηνώνω, διαμένω προσωρινά:
      • εκατουνεύσαμεν του να αναπαυθούμεν (Λίβ. Esc. 4054).
    • 2) Στρατοπεδεύω:
      • (Δούκ. 18715
      • τους Τούρκους ηύρηκαν εκεί που ήσαν κατουνεμένοι (Χρον. Μορ. H 5170).

[<ουσ. κατούνα + κατάλ. εύω. Η λ. στο Meursius (ειν)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατουνοτόπιον το· κατουνοτόπι(ν).
  • 1) Τόπος στρατοπέδευσης, στρατόπεδο, καταυλισμός:
    • τα φουσσάτα εμάζωξεν εις το κατουνοτόπιν (Παρασπ., Βάρν. C 436).
  • 2) Σκηνή:
    • τόσες τεντίτσες έστησεν, τόσα κατουνοτόπια (Θρ. Κων/π. διάλ. 83
    • (περιληπτ.):
      • φέροντες το κατουνοτόπιον, ήτοι τας τένδας αυτών (Σφρ., Χρον. 1584).

[<ουσ. κατούνα + τόπος. Η λ. στο Du Cange (λ. κατούνα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατούρα η· κατουρά.
  • (Σκωπτ.) αυτή που ουρεί συχνά:
    • μωρή ανούρα, κατούρα, κατουροποδέα (Σπανός A 243).

[λ. πλαστή <προστ. του κατουρώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατούρημα το [katúrima] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κατουρώ: Πάει για ~.

[μσν. κατούρημα < κατουρη- (κατουρώ) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κατούρημα το· κατούρημαν.
  • Ούρα:
    • Το κατούρημαν του αρρώστου … ηνίκα το κατουρήσει ούτος (Σταφ., Ιατροσ. 5134).

[<αόρ. του κατουρώ + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες