Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάτασπρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κάτασπρος, επίθ.· κατάσπρος.
  • Ολόασπρος, κατάλευκος:
    • το κατάσπρον της κορμί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1292]).

[<πρόθ. κατά + επίθ. άσπρος. Η λ. στο Meursius (ον) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάτασπρος -η -ο [kátaspros] Ε5 : που είναι τελείως άσπρος. 1. ΣYN κατά λευκος. α. για κτ. που έχει απόλυτη λευκότητα: Bάρκα με κάτασπρα πανιά. Tα μαλλιά της είναι κάτασπρα. Έχει κάτασπρο δέρμα. β. για κτ. που είναι μόνο άσπρο, που δε συνδυάζεται με άλλα χρώματα: Mου αρέσουν τα κάτασπρα τραπεζομάντιλα, χωρίς ρίγες και λουλούδια. || (ως ουσ.): Είναι ντυμένη στα κάτασπρα. 2. (για πρόσ.) που είναι πολύ χλωμός και το δέρμα του είναι σαν άσπρο: Έχασε το χρώμα του και έγινε ~ από το φόβο του / από την αρρώστια.

[κατ(α)- άσπρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες