Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάστανο
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάστανο το [kástano] Ο41 : ο καρπός της καστανιάς, που αποτελείται από δύο ή τρία ημισφαιρικά ή τριγωνικά αμυλώδη σπέρματα, καλυμμένα με λεία, καφετιά φλούδα και που αρχικά περιβάλλεται από ένα αγκαθωτό περικάρπιο: Άγρια / ήμερα / βραστά / ψητά κάστανα. (έκφρ.) το ψητό έγινε (σαν) ~, πολύ τρυφερό. ΦΡ βγάζω τα κάστανα απ΄ τη φωτιά, αναλαμβάνω τον κίνδυνο ή το κόστος μιας ενέργειας για λογαριασμό κάποιου άλλου, που τελικά επωφελείται από την αίσια έκβαση της προσπάθειάς μου. δε χαρίζω κάστανα, δε δείχνω επιείκεια, δεν υποχωρώ ποτέ και σε κανέναν: Ο δάσκαλός μας είναι αυστηρός, δε χαρίζει κάστα να. δεν τρέχει ~, δε συμβαίνει ή δε γίνεται τίποτε ή για απόρριψη αιτήματος, επιθυμίας κτλ.

[ελνστ. κάστανον (συνήθ. πληθ. κάστανα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κάστανο(ν) το.
  • Καρπός του δέντρου καστανιά:
    • (Προδρ. II 65-4 χφ H κριτ. υπ.), (Ιατροσ. κώδ. ‚αξε´).

[μτγν. ουσ. κάστανον (L‑S, α). Η λ. (ο) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανομάλλης -α -ικο [kastanomális] Ε9 θηλ. και καστανομαλλούσα [kastanomalúsa] Ο25α : που έχει καστανά μαλλιά. || (ως ουσ.): Προτιμάει τις καστανομάλλες.

[κασταν(ός) -ο- + -μάλλης· καστανομάλλ(ης) -ούσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανομάτης -α -ικο [kastanomátis] Ε9 : που έχει καστανά μάτια. || (ως ουσ.): Tου αρέσουν οι καστανομάτες.

[κασταν(ός) -ο- + -μάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανόξανθος -η -ο [kastanóksanθos] Ε5 : 1. για μαλλιά που έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό, προς το ξανθό. 2. που έχει μαλλιά καστανόξανθα: Ένα καστανόξανθο κορίτσι. Είναι ~. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανόξανθος, θηλ. καστανόξανθη: Tου αρέσουν οι καστανόξανθες. β. το καστανόξανθο, το καστανόξανθο χρώμα.

[κασταν(ός) -ο- + ξανθ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανοπώλης ο [kastanopólis] Ο10 : (λόγ.) καστανάς.

[λόγ. κάσταν(ον) -ο- + -πώλης]

[Λεξικό Κριαρά]
Κάστανος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. κάστανο(ν):
    • (Πωρικ. I 94).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανός -ή -ό [kastanós] Ε1 : 1. που έχει το ανοιχτό καφετί χρώμα του κάστανου: Έχει καστανά μαλλιά. Tο χρώμα των ματιών του είναι καστα νό. 2. για κπ. που έχει καστανά μαλλιά· καστανομάλλης: Οι περισσότεροι Έλληνες είναι καστανοί. Mια καστανή κοπέλα. 3. (ως ουσ.) α. ο καστανός, θηλ. καστανή: Tελευταία τον είδα να γυρνάει με μια καστανή. β. το καστανό, το καστανό χρώμα.

[μσν. καστανός < κάσταν(ον) -ος (μετακ. τόνου κατά το ξανθός)]

[Λεξικό Κριαρά]
καστανούχος, επίθ.
  • Που έχει χρώμα όμοιο με το κάστανο, καστανός:
    • το χρώμα των μαλλίων της ήτον ως καστανούχον (Λίβ. P 2787).

[<ουσ. κάστανον + κατάλ. ούχος. Η λ. στο Du Cange (λ. νός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανόχρωμος -η -ο [kastanóxromos] Ε5 : που έχει καστανό χρώμα.

[λόγ. κασταν(ός) -ο- + -χρωμος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες