Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάστα
22 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάστα η [kásta] Ο25 : 1. καθεμιά από τις κλειστές κοινωνικές τάξεις στις οποίες είναι χωρισμένοι οι λαοί των Iνδιών: H ~ των βραχμάνων. 2. (μειωτ.) προνομιούχα, κλειστή κοινωνική ομάδα, αποκομμένη από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, οι δραστηριότητες της οποίας εξυπηρετούν αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα: Δεν ανήκει σε καμιά ~· ό,τι έκανε το έκανε μόνος του.

[ιταλ. casta & γαλλ. cast(e) < ισπαν. casta `καθαρή ράτσα΄ < λατ. castus `αγνός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κάσταλδος ο,
βλ. γαστάλδος.
[Λεξικό Κριαρά]
κασταλικός, επίθ.
  • Που ανήκει στην Κασταλία πηγή των Δελφών·
    • (εδώ σε μεταφ. προκ. για την ποιητική έμπνευση):
      • οι Μούσες … εκ το κασταλικόν νερόν πάντοτε τον εβρέχαν (Αχέλ. 2328).

[<ουσ. Κασταλία + κατάλ. ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
Καστάλιος, επίθ.
  • Έκφρ. Καστάλια βρύση = η Κασταλία πηγή·
    • (εδώ σε μεταφ. προκ. για την ποιητική έμπνευση):
      • τους εδώκατε (ενν. οι Μούσες) χαριτωμένη δάφνη απάνω στην Καστάλιαν βρύσην, ως ποιητάδες (Θησ. ΙΒ´ [876] (έκδ. στου Καστάλιου· πβ. sul castalio fonte Teseida)).

[<ιταλ. castalio <λατ. Castalius <αρχ. ουσ. Κασταλία (Soph.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανάς ο [kastanás] Ο1 : αυτός που πουλάει κάστανα ψημένα, σε υπαίθρια ψησταριά: Tο φθινόπωρο οι καστανάδες στήνουν τη φουφού τους στις γωνιές των δρόμων.

[κάσταν(ο) -άς]

[Λεξικό Κριαρά]
καστανάτος, επίθ.
  • Που έχει χρώμα καστανό, καστανός:
    • φαρίν … καστανάτον (Πόλ. Τρωάδ. 938 κριτ. υπ).

[<ουσ. κάστανον + κατάλ. άτος. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστάνια η [kastána] Ο25 : (τεχν.) εξάρτημα οδοντωτού τροχού, που εμποδίζει την αντίστροφη κίνηση.

[ιταλ. castagna]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανιά η [kastaná] Ο24 : 1. δέντρο που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ζει πολλά χρόνια και καλλιεργείται για τους φαγώσιμους καρπούς του, τα κάστανα, και για το ξύλο του. 2. το ξύλο της καστανιάς: Tα δοκάρια της στέγης είναι από ~. || (ως επίθ.): Tα πατώματα είναι ~, από καστανιά.

[μσν. καστανιά < ελνστ. καστανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καστανιά η.
  • Το δέντρο καστανιά:
    • (Πεντ. Γέν. XXX 37).

[<μτγν. ουσ. καστανέα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καστανιέτα η [kastanéta] Ο25 : καθένα από τα δύο ξύλινα, κοίλα κρόταλα που τα χτυπούν με τα δάχτυλα και που τα χρησιμοποιούν για να κρατούν το ρυθμό σε ισπανικούς κυρίως χορούς.

[ισπαν. castaὑeta]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες