Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάρφωμα το [kárfoma] Ο49 : η ενέργεια του καρφώνω. I1. στερέωμα, σύνδεση με καρφιά ή βύθιση, μπήξιμο ενός καρφιού σε ξύλο, τοίχο κτλ.: Tο κιβώτιο / τα τακούνια θέλουν ~. 2. (λαογρ.) μαγική ενέργεια, είδος μαγικού κατάδεσμου. 3. στο βόλεϊ, στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, το κατακόρυφο πέταγμα της μπάλας στον αντίπαλο χώρο, στα δίχτυα ή στο καλάθι: Tα φοβερά καρφώματα του επιθετικού παίχτη / του ψηλού της ομάδας εντυπωσίασαν. II. (μτφ.) 1. (οικ.) κατάδοση: Φοβάμαι τα καρφώματα των δήθεν φίλων. || αποστόμωση: Mπράβο ~! Tου χρειαζότανε. 2. ακινητοποίηση, καθήλωση εξαιτίας σωματικής αδυναμίας ή κάποιου έντονου συναισθήματος. || καθήλωση με το βλέμμα.
[μσν. κάρφωμα (στη σημ. 1) < καρφώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάρφωμαν το.
-
- Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καρφώνω:
- (Ασσίζ. 43318).
[<καρφώνω + κατάλ. ‑μα(ν). Η λ. (‑α) στο Meursius και σήμ.]
- Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καρφώνω: