Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρτερ
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάρτερ το [kárter] Ο (άκλ.) : (τεχν.) σκληρό περικάλυμμα που εμποδίζει να εισχωρήσουν ξένα σώματα σε μια μηχανή.

[λόγ. < αγγλ. carter < ανθρωπων. Carter (όν. του εφευρέτη)]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερεμός ο· ακαρτερεμός.
  • Υπομονή:
    • τ’ άγρια … σημάδια οπ’ εφανήσαν μες στον ναόν … δεν είχαν ακαρτερεμόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [189]).

[<καρτερώ + κατάλ. μός]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερετός, επίθ.,
βλ. καρτερητός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερεύω [karterévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) υπομένω.

[καρτερ(ώ) -εύω μεταπλ. για διάκριση από το καρτερώ που είχε αλλάξει σημ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερεύω.
  • 1) Αναμένω:
    • ας καρτερέψομεν μη πούπετε καράβι να διαβεί (Λίβ. Esc. 2745).
  • 2) Παραμονεύω, «στήνω καρτέρι»:
    • ακαρτέρεψε το φουσσάτο του Σελίμη εισέ στενούς τόπους και έκοψε πολλούς (Χρον. σουλτ. 14221).
  • 3) Kαθυστερώ:
    • μη καρτερεύσομεν εδώ και καύσει μας το κάμα (Διγ. Esc. 885).

[<καρτερώ κατά ρ. σε εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτέρημα το· ακαρτέρημα.
  • Αναμονή·
    • (εδώ) ό,τι περιμένει κανείς ευχάριστα, ό,τι εύχεται να αποκτήσει, να απολαύσει:
      • γλυκά ξεφαντώματα και ακαρτερήματα (Mπερτόλδος 4).

[<αόρ. του καρτερώ + κατάλ. μα· άσχ. το αρχ. ουσ. καρτέρημα. T. ρε‑ στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερητός, επίθ.· καρτερετός.
  • Που τον περιμένει κανείς, αναμενόμενος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ´ [86]).

[<καρτερώ. Η λ. το 12. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτέρι το [kartéri] Ο44 : (οικ.) α. ενέδρα, κυρίως στην έκφραση στήνω / φυλάω ~, περιμένω κρυμμένος να παρουσιαστεί κάποιο πρόσωπο ή ζώο, για να του επιτεθώ: Tου έστησαν ~ και τον δολοφόνησαν. Οι κυνηγοί στήνουν ~ στα πουλιά. || (επέκτ.) περιμένω να βρω την ευκαιρία να συναντήσω κπ. που με αποφεύγει: Tου έστησαν ~ και τον ανάγκασαν να ξεκαθαρίσει τη θέση του. β. ο τόπος όπου στήνεται το καρτέρι: Kαρτέρια για το κυνήγι της μπεκάτσας.

[μσν. καρτέρι < καρτερ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτέρι το.
  • (Στρατ.) στρατώνας:
    • με τες μπόμπες τες πολλές ερίξαν το καρτέρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28224
    • φρ. επήγε στο καρτέρι = (προκ. για γυναίκα) πιθ., «βγήκε στο κλαρί», έγινε πόρνη (πβ. Κακλαμάνης 1993: 40-41):
      • (Κατζ. Β´ 389).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • το φορτί του Καρτεριού (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21210).

[<βεν. quartier. Άσχ. το νεοελλ. καρτέρι (<καρτερώ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερία η [kartería] Ο25 : υπομονή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος μια δυσάρεστη κατάσταση: Yπέμεινε με ~ μια μακροχρόνια και επώδυνη αρρώστια. Ο κόσμος περιμένει με ~ στις ατελείωτες ουρές.

[λόγ. < αρχ. καρτερία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες