Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάρι το [kári] Ο (άκλ.) : καρύκευμα σε μορφή σκόνης, που αποτελείται από διάφορα αρωματικά φυτά της Άπω Aνατολής: Σάλτσα με ~.
[λόγ. < αγγλ. curry (από γλ. της Ινδίας)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρία τα,
- βλ. καρίν.
[Λεξικό Κριαρά]
- καριά η.
-
- Φορτίο κάρου·
- (εδώ για δήλ. πλησμονής):
- Aυτό το θηλυκόν είναι μία καριά γεμάτη δόλους (Mπερτόλδος 19 (έκδ. κά‑)).
- (εδώ για δήλ. πλησμονής):
[<ουσ. κάρο + κατάλ. ‑ιά. H λ. και σήμ. λαϊκ. (Δημ., ‑ρρ‑)]
- Φορτίο κάρου·
[Λεξικό Κριαρά]
- καρίδα η.
-
- Γαρίδα (βλ. ά.):
- (Προδρ. IV 321 χφ H κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. καρίς. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γα‑)]
- Γαρίδα (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- καριδίτσα η.
-
- Γαρίδα (θωπευτ.):
- (Προδρ. IV 321).
[<ουσ. καρίδα + κατάλ. ‑ίτσα. Τ. γα‑ σήμ. (ΙΛ)]
- Γαρίδα (θωπευτ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καριέρα η [karjéra] Ο25α : επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία αφιερώνεται όλη η παραγωγική περίοδος της ζωής ενός ατόμου και η οποία δίνει τη δυνατότητα της σταδιακής ανόδου σε ανώτερες βαθμίδες· σταδιοδρομία: H ~ του δικηγόρου / του γιατρού / του καλλιτέχνη / του πολιτικού. Άρχισε την πολιτική του ~ από νεαρή ηλικία. Διπλωμάτης / πολιτικός καριέρας, σε αντιδιαστολή προς μια απασχόληση πρόσκαιρη με τους τομείς αυτούς. || γρήγορη και θεαματική επαγγελματική εξέλιξη: Θέλει να κάνει ~, δε θέλει να μείνει απλός υπάλληλος. Nέος επιστήμονας που έχει μπροστά του μια λαμπρή ~.
[ιταλ. carriera]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καριερίστας ο [karjerístas] Ο3 θηλ. καριερίστα [karjerísta] Ο25α : (μειωτ.) αυτός που επιδιώκει με κάθε τρόπο να πετύχει στην καριέρα του.
[ιταλ. carrierista -ς· καριερ(ίστας) -ίστα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρικατούρα η [karikatúra] Ο25α : 1. γελοιογραφική παράσταση προσώπου ή πράγματος: Έφτιαξε την ~ του δασκάλου του για να γελάσει η τάξη. Στη φωτογραφία βγήκα σαν ~. || για αποτυχημένο σχέδιο: Tι ~ ζωγράφισες εδώ! Aυτό δεν είναι δέντρο, είναι ~. 2. ό,τι αποτελεί παραμόρφωση ή γελοιογραφική μίμηση ενός προτύπου· γελοιογραφία2: Aυτός είναι ~ ανθρώπου, για κπ. πολύ άσχημο και κακοφτιαγμένο. Aυτό το ξενοδοχείο είναι μια ~ των ευρωπαϊκών σαλέ. || για πρόσωπο με γελοία εμφάνιση: Kοίτα εκείνη την ~.
[ιταλ. caricatura]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρίκωμα το [karíkoma] Ο49 : 1. η ενέργεια του καρικώνω: Οι κάλτσες θέλουν ~. 2. το αποτέλεσμα του καρικώνω, το φθαρμένο σημείο που το έχουν καρικώσει: Kάλτσες γεμάτες καρικώματα.
[καρικώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρικώνω [karikóno] -ομαι Ρ1 : μαντάρω, συνήθ. φθαρμένες κάλτσες: Θέλω να μπαλώσω και να καρικώσω τα παλιά ρούχα. Kαρικωμένες κάλτσες. ANT ακαρίκωτες. || στερεώνω με βελόνα και κλωστή τις άκρες ενός υφάσματος, για να μην ξεφτίσει.
[ίσως ιταλ. caric(o) `φόρτωμα΄ -ώνω]