Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάργα
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάργα [kárγa] επίρρ. : (οικ.) 1. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα: Γέμισα ~ τη βαλίτσα. Έσερνε ένα κάρο ~ φορτωμένο. || κτ. είναι ~, είναι γεμάτο, ξέχειλο: Tο λεωφορείο / ο τενεκές είναι ~. (έκφρ.) είμαι ~, έφαγα υπερβολικά. (πειραχτικά) είναι ~ ερωτευμένος, πάρα πολύ. 2α. πολύ σφιχτά: Tο έδεσε ~ το σκοινί. β. για κτ. πολύ τεντωμένο: Tα πανιά του πλοίου ήταν ~ φουσκωμένα. || (ναυτ.) ~ τα κουπιά, πρόσταγμα για πολύ γρήγορη κωπηλασία.

[βεν. carga `φορτίο, γεμάτο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάργα η [kárγa] & κάργια η [kárja] Ο25α : 1. πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια· καλιακούδα. 2. (μτφ., υβρ.) για γυναίκα άσκημη και κακιά: Φύγε από δω μωρή κάργια.

[μσν. κάργα < τουρκ. karga· μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. κάργες και νέος εν. κάργια]

[Λεξικό Κριαρά]
κάργα (I) η.
  • Είδος κουρούνας, κάργα:
    • (Διγ. O 2822
    • φρ. βοώ την κάργαν = κομπορρημονώ:
      • (Θεολ., Τζίρ. 35614).

[<τουρκ. karga. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κάργα (II) η.
  • Γέμιση όπλου:
    • αντίς για κάργες βάνουσι τ’ αρνίθια και κρεμνούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42511).

[<βεν. carga]

[Λεξικό Κριαρά]
καργαδούρο το.
  • (Ναυτ.) ακτή όπου προσεγγίζουν πλοία:
    • το Κίστρο … έναι πόρτο και καργαδούρο (Πορτολ. Α 22623).

[<ουσ. καργαδούρος]

[Λεξικό Κριαρά]
καργαδούρος ο.
  • (Ναυτ.) ακτή όπου προσεγγίζουν πλοία:
    • (Πορτολ. Α 21031).

[<βεν. cargador]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καργάρισμα το [karγárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καργάρω: Σκίστηκε το πανί απ΄ το ~.

[καργαρισ- (καργάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καργάρω [karγáro] Ρ6α μππ. καργαρισμένος : (οικ.) 1. γεμίζω ή φορτώνω κτ. υπερβολικά, το παραγεμίζω ή το παραφορτώνω: Tα αμπάρια ήταν καργαρισμένα απ΄ το φορτίο. 2. σφίγγω ή τεντώνω κτ. πολύ, το τεζάρω: Nα καργάρεις το παξιμάδι, για να μη λασκάρει η βίδα. || (ναυτ.) ~ τα κουπιά, τα τραβώ με όλη μου τη δύναμη.

[βεν. cargar ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάργας ο [kárγas] Ο3 : (ειρ.) ο ψευτοπαλικαράς, κυρίως στην έκφραση (μου) κάνει τον κάργα, παριστάνει το παλικάρι, κάνει τον νταή: Mη μου κάνεις εμένα τον κάργα, γιατί δε με ξέρεις. Πολύ τον κάργα μάς κάνει.

[κάργα -ς “βαρύς”]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες